αδιακρισία

αδιακρισία
η
έλλειψη διακριτικότητας, ευγένειας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀδιακρισία — ἀδιακρισίᾱ , ἀδιακρισία want of discernment fem nom/voc/acc dual ἀδιακρισίᾱ , ἀδιακρισία want of discernment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιακρισίᾳ — ἀδιακρισίᾱͅ , ἀδιακρισία want of discernment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιακρισία — η (Α ἀδιακρισία) (Ν και αδιακρισιά) [ἀδιάκριτος] νεοελλ. έλλειψη διακριτικότητας, αγένεια, αναίδεια αρχ. έλλειψη διάκρισης, σύγχυση πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • ἀδιακρισίας — ἀδιακρισίᾱς , ἀδιακρισία want of discernment fem acc pl ἀδιακρισίᾱς , ἀδιακρισία want of discernment fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιακρισίαν — ἀδιακρισίᾱν , ἀδιακρισία want of discernment fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάκριτος — η, ο (Α ἀδιάκριτος, ον) 1. αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος, αδιαχώριστος 2. (εττίρρ.) αδιακρίτως δίχως διάκριση, ανεξαιρέτως νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει διακριτικότητα, ο μη διακριτικός, περίεργος …   Dictionary of Greek

  • неразсоужениѥ — НЕРАЗСОУЖЕНИ|Ѥ (5*), ˫А с. Неразумие, неблагоразумие: бѣгати злобы... неч(с)тиѧ. нерасужениѧ. и грѣховныхъ вѣщии помышлениѧ. (ἀδιακρισία) ΚΡ 1284, 203в; Лъжесказатели... || …извѣстьнымъ и непорочьнымъ сказаниѥмъ противѧтсѧ ѿ невѣжьства нѣкоего. и …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αθυροστομία — η (Α ἀθυροστομία) [ἀθυρόστομος] νεοελλ. έλλειψη κάθε μέτρου στη γλώσσα, αδιακρισία, αυθάδεια, ξετσιπωσιά αρχ. ακράτεια τής γλώσσας, ακατάσχετη φλυαρία …   Dictionary of Greek

  • ακαιρία — η (Α ἀκαιρία) (Ν και ακαιριά) [άκαιρος] καιρικές συνθήκες επιβλαβείς για τη γεωργία αρχ.1. ακαταλληλότητα τών περιστάσεων (αντίθ. τών ευκαιρία, εγκαιρία, επικαιρία) 2. έλλειψη ευκαιρίας (αντίθ. τού καιρός) 3. ανάρμοστη συμπεριφορά, απρέπεια,… …   Dictionary of Greek

  • συμπάθιο — και δ. γρφ. συμπάθειο, το, Ν 1. συγγνώμη, συγχώρηση («συμπάθιο πρώτα σού ζητώ, κερά και θυγατέρα», Ερωτόκρ.) 2. φρ. «με το συμπάθιο» με συγχωρείτε, ζητώ συγγνώμη 3. παροιμ. φρ. «απ τον καιρό που βγήκε το συμπάθιο χάθηκε η ευγένεια» λέγεται για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”